Όπώς αναφέρεται χαρακτηριστικά (βλ. Έρευνα Ο.ΚΑ.ΝΑ.-Βιδάλη, 2008) «...πολλές φορές κάνουν χρήση μέσα στην τάξη. Οι καθηγητές, δεν το παίρνουν χαμπάρι, δεν το καταλαβαίνουν. Όπώς και οι γονείς που δεν θέλουν να πιστέψουν ότι τα παιδιά τους κάνουν χρήση. Έτσι, και οι καθηγητές δεν θέλουν να το πιστέψουν ότι στο σχολείο τους υπάρχει χρήση...»,
«...Κοίταξε υπάρχει ένα δεδομένο. Αυτός που θα μπει για τα καλά στη χρήση θα σταματήσει ή δεν θα πάει το σχολείο....». Ειδικότερα :
- Από τις απαντήσεις του προσωπικού και των χρηστών και πρώην χρηστών προκύπτει ότι το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον γνωρίζει ότι κάτι συμβαίνει. Από την άποψη αυτή, ανακύπτει ένα τεράστιο θέμα που σχετίζεται με τις αντιδράσεις των καθηγητών και των λόγων που οι αντιδράσεις αυτές ήταν, τουλάχιστον στα συγκεκριμένα σχολεία, χλιαρές και αδύναμες. Εκτός από την αδιαφορία, που μπορεί να ερμηνεύει την έλλειψη αντίδρασης, φαίνεται ότι δεν υπάρχει γνώση της έκτασης του προβλήματος και το πρόβλημα της εξάρτησης θεωρείται ατομική υπόθεση, κάτι που έμμεσα προκύπτει και από τις μαρτυρίες που κατέθεσε το προσωπικό των φορέων.
- Χωρίς καμία συνδρομή ή άλλη επίσημη πολιτική κατεύθυνση, οι καθηγητές και οι εργοδότες αντιδρούν ανάλογα με τη δική τους εκτίμηση για το θέμα. Όπώς αναφέρει ένας ερωτηθείς από το προσωπικό των φορέων: «...Είναι θέμα πολιτείας το πώς οργανώνεται...(η ενημέρωση)». Στη δύσκολη αυτή κατάσταση και όντας μόνοι τους ουσιαστικά, καταλήγουν να αντιδρούν με έναν τρόπο τελικά που χαρακτηρίζει αυτές και άλλες όμοιες περιπτώσεις: έκαναν τα στραβά μάτια. Σα να μην συνέβαινε ή καλούσαν τους γονείς, μεταθέτοντας εκεί την ευθύνη. Υπό αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι αυτή η αντίδραση θεωρείται μονόδρομος.