Η ηρωίνη που αναφέρεται ως “σκληρό ναρκωτικό”, είναι συνήθωςλευκή ή καφέ κρυσταλλική πούδρα/σκόνη. Λαμβάνεται κυρίως με ενέσιμη μορφή και λιγότερο συχνά με εισπνοή ή με κάπνισμα.
Η ηρωίνη παρασκευάστηκε αρχικά ως παυσίπονο κατά τη διάρκεια πολέμων για να αντικαταστήσει τη μορφίνη, θεωρώντας ότι δεν θα υπάρξει έντονος εθισμός του χρήστη. Τα αποτελέσματα όμως ήταν αντίθετα των αρχικών επιδιώξεων και έτσι η ηρωίνη, τρεις φορές πιο ισχυρή από τη μορφίνη, ενέπλεκε τον χρήστη σε ένα φαύλο κύκλο εξάρτησης.
Τη δεκαετία του ’30, παρατηρείται η διακίνηση της ηρωίνης από τις φυτείες της Τουρκίας στην Ευρώπη και στην Αμερική και τότε ακριβώς ήταν που η αμερικανική Μαφία άρχισε να εμπλέκεται με το εμπόριο ναρκωτικών.
Η εισαγωγή ηρωίνης στην Αμερική διαρκώς αυξανόταν και γύρω στο 1950 η χρήση της είχε επεκταθεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της χώρας. Τη δεκαετία ’60-’70, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, μεγάλες ποσότητες ηρωίνης αρχίζουν να στέλνονται από τη Νοτιοανατολική Ασία στις ΗΠΑ, μέσα από μία απευθείας συμφωνία εμπόρων με παρασκευαστές που καταργούσε τους μεσάζοντες γεγονός που επηρέασε την πτώση της τιμής της ψυχοδραστικής αυτής ουσίας και την ευρύτερη διάδοσή της.
Σήμερα, κύριες περιοχές προμήθειας ηρωίνης είναι το Χρυσό Τρίγωνο (Βιρμανία-Ταϊλάνδη-Λάος) και η Χρυσή Ημισέληνος (Περσία-Αφγανιστάν- Πακιστάν).